κελαινούς

κελαινούς
κελαινός
black
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κελαινοῦς — Κελαινώ fem nom/voc pl Κελαινώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες …   Dictionary of Greek

  • δέλφος — Μυθολογικό πρόσωπο. Επώνυμος ήρωας των Δελφών, που υποδέχτηκε τον Απόλλωνα στην Παρνασσίδα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Δ. ήταν γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κελαινούς ή της Μελαίνης, κόρης του Κηφισού ή της Oνίας, κόρης του Κασταλίου. Σύζυγος …   Dictionary of Greek

  • δελφός — Μυθολογικό πρόσωπο. Επώνυμος ήρωας των Δελφών, που υποδέχτηκε τον Απόλλωνα στην Παρνασσίδα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Δ. ήταν γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κελαινούς ή της Μελαίνης, κόρης του Κηφισού ή της Oνίας, κόρης του Κασταλίου. Σύζυγος …   Dictionary of Greek

  • Πλειάδες ή Πούλια — (Αστρον.). Αστρικό άθροισμα στον αστερισμό του Ταύρου, που αποτελείται από σημαντικό πλήθος αστέρων. Ένας παρατηρητής με κανονική όραση μπορεί να διακρίνει έξι, ο Οβίδιος όμως αναφέρει ήδη την παρουσία έβδομου αστέρα. Ένα άτομο με οξεία όραση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”